Προσπαθούσα να ξεχωρίσω τη μορφή της πίσω από τη φωτισμένη κουρτίνα. Ήθελα τόσο πολύ να την ξαναδώ. Δεν έπρεπε να φύγω από κει όμως. Ο κίνδυνος να με δει αν πλησίαζα ήταν μεγάλος. Αφοσιώθηκα τόσο στην προσπάθεια μου να ξεχωρίσω λεπτομέρειες μέσα στο σπίτι που δεν κατάλαβα ότι κάποιος με πλησίαζε από πίσω. Μου ήρθε απότομα η αίσθηση της κρύας κάνης ενός πιστολιού στο κεφάλι μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που με απειλούσαν, αλλά δεν το περίμενα εκείνη τη στιγμή. Για λίγο μόνο πάγωσα. Πήγα να γυρίσω και άκουσα μια σχεδόν παιδική φωνή να μου λέει: ‘Μην κουνηθείς καθόλου. Κάνε ότι σου πω και σε λίγο όλα θα είναι μια κακιά ανάμνηση…αλλά θα είσαι ζωντανός’.
- Μικρέ είσαι τυχερός, αν θες λεφτά έχω μαζί μου αρκετά και δεν είναι και δικά μου, οπότε δεν με πειράζει να στα δώσω. Πάρε όμως αυτό το πράγμα από το κεφάλι μου γιατί με κάνει και θυμώνω.
Ένοιωσα το όπλο να απομακρύνεται και άκουσα τον θόρυβο καθώς ο επίδοξος ληστής έκανε ένα βήμα πίσω.
- Γύρνα σιγά σιγά και μην κάνεις καμιά πονηριά γιατί δεν θα διστάσω, έχω ξανασκοτώσει.
Γύρισα και αντίκρισα ένα παιδί γύρω στα δεκαοκτώ του χρόνια, με ένα παλιό περίστροφο στα χέρια να τρέμει. Ήταν τόσο αδύνατο, τόσο ταλαιπωρημένο που με το ζόρι σήκωνε το όπλο. Ένα πρεζάκι με όπλο. Απρόβλεπτο και επικίνδυνο.
- Θα βάλω το χέρι μου μέσα στην τσέπη μου να βγάλω ένα φάκελο με λεφτά. Μην τρομάξεις και κάνεις κανένα λάθος. Ήρεμα. Είναι πολλά τα λεφτά, και δεν υπάρχει λόγος να πάθει κανείς τίποτα.
Ήξερα ήδη την κατάληξη και δεν μ’ άρεσε. Ο μικρός θα έπεφτε νεκρός σε λίγα δευτερόλεπτα.
- Εντάξει αλλά μην κάνεις καμιά απότομη κίνηση, γιατί θα είναι η τελευταία σου.
Έβαλα το χέρι μου στη μέσα τσέπη του παλτού μου και έπιασα τον φάκελο με τα λεφτά που μου είχε δώσει ο γέρος νωρίτερα. Ο πιτσιρικάς από την αγωνία του πλησίαζε για να δει, η απληστία είναι η μεγαλύτερη παγίδα. Βγάζοντας τον φάκελο με μια απότομη κίνηση του τον πέταξα στα μούτρα και ταυτόχρονα πέταξα τον μικρό στο έδαφος. Πριν πέσει καλά καλά είχα αρπάξει το με το ένα χέρι το κεφάλι του και με το άλλο το πηγούνι του. Μια κίνηση μόνο πια και τέρμα. Ένα «κρακ» έσπασε την σιωπή και το νήμα της ζωής για τον πιτσιρικά. ‘Λάθος άνθρωπο διάλεξες μικρέ’.
Μου φάνηκε σαν να άκουσα ένα λυγμό αλλά δεν έδωσα σημασία. Τίποτα δεν φαινότανε τριγύρω. Τον στήριξα στον τοίχο δίπλα στον σκουπιδοτενεκέ που ήταν πιο πίσω στο στενό, σαν να κοιμόταν καθιστός στο δρόμο. Θα περνάγανε πολλές ώρες μέχρι να τον βρει κάποιος. Αλλά δεν μπορούσα πια να μείνω εκεί. Έπρεπε να βρω άλλο σημείο να περιμένω.
Ήταν η δικαιολογία που ήθέλα. Περίμενα να σιγουρευτώ πως δεν περνάει κανείς και πέρασα τρέχοντας όσο αθόρυβα μπορούσα τον δρόμο. Πήδηξα τον σιδερένιο φράχτη και βρέθηκα στην αυλή της. Κολλημένος στον τοίχο έψαχνα να βρω που θα μπορούσα να κρυφτώ για τις επόμενες ώρες και να μπορώ να την βλέπω. Έφτασα στην πίσω μεριά του σπιτιού, κοντά στην πόρτα της κουζίνας· και την είδα.
Το δυνατό φως στην κουζίνα σε συνδυασμό με το σκοτάδι και τη βροχή έξω εξασφάλιζε ότι δεν θα με έβλεπε ακόμα κι αν κοίταγε προς τα έξω. Φορούσε ένα μεταξωτό κιμονό, κατακόκκινο με χρυσά κεντήματα, τα μαλλιά μαζεμένα σε κότσο. Θεέ μου ήταν πανέμορφη, ήταν κάτι περισσότερο όμως, όχι απλώς μια εντυπωσιακή παρουσία. Το φως έδειχνε καθαρά πια τα χρόνια της, και την ταλαιπωρία. Αυτή η γυναίκα μου έδινε την εντύπωση πως είχαμε ζήσει μαζί σε μια άλλη ζωή…δεν μπορούσα να το εξηγήσω αλλοιώς.
Άνοιξε το ψυγείο και πήρε μια παγοθήκη. Γύρισε στον πάγκο με πρόσωπο προς την πόρτα της κουζίνας και κοίταξε προς τα έξω. Πάγωσα, ένοιωθα το βλέμμα της καρφωμένο επάνω μου. Η βροχή που έπεφτε επάνω μου εκείνη την ώρα έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Μέσα από την πόρτα που οδηγούσε στο καθιστικό φαινότανε πως υπήρχε και κάποιος άλλος μέσα. Ο εργοδότης μας, σκέφτηκα και αμέσως γύρισα στην πραγματικότητα. Έπρεπε να βρω τρόπο να ακούσω τι συζητάνε. Δεν ήταν πρόβλημα, είχα μπει σε τόσα και τόσα σπίτια χωρίς να με καταλάβει κανείς. Βρήκα τον τρόπο σχεδόν αμέσως. Από το υπόγειο.
Μπήκα μέσα, και περίμενα λίγο να συνηθίσουν τα μάτια μου. Προχώρησα προσεκτικά και ανέβηκα τις σκάλες όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Έφτασα στην πόρτα και κόλλησα το αυτί μου επάνω της για να ακούσω.
- Λοιπόν κόψε τις μαλακίες και πες μου … είπες τίποτα του μικρού; Ήταν πολύ παράξενος όταν φύγαμε από κει.
Κόντεψα να λιποθυμήσω. Την φωνή αυτή θα την αναγνώριζα παντού. Ήταν η μοναδική σταθερή φωνή στη ζωή μου. Ήταν ο γέρος…