Wednesday, November 14, 2007

Full Metal Jacket feat Apocalypse now

(Άλλο ένα απίστευτο video από τον ίδιο φίλο)

Τελικά είμαι περήφανος για τους φίλους μου

Requiem for a Trainspotting

(Απίστευτη δουλειά από έναν απίστευτο τύπο)

Wednesday, January 24, 2007

Ευχάριστο μουσικό διάλλειμα!!



Μετά από έντονες διαμαρτυρίες των φανατικών φίλων της μπάντας και απειλές δολοφονίας και αυτοκτονίας οι 23 εμφανίζονται ξανά!!!
Χαράς ευαγγέλια για κάθε είδους σκυλά, ροκά, έντεχνο ή ψευτοκουλτουριάρη. Η μπάντα που παίζει τα πάντα για δύο εμφανίσεις στο Βlue cafe (Πατησιων 99 & Χαμιλτον) στις 4 και 11 Φεβρουαρίου με ώρα προσελευσης 21.30.
Τραγουδά η κατάδική μας Satya, σουξε της Βέρας Λαμπρου, της Στελλας Μπεζαντάκου και φυσικά Madonna, Pink kai Evanesence.
Ενημερωτικά (αν και κανονικά θα έπρεπε να κάνω διαφήμηση και όχι να διώχνω κόσμο) θα είμαι εκεί. Περισσότερες πληροφορίες εντός.
Τα λέμε εκεί ...

Tuesday, November 14, 2006

Black & White (7)

Προσπαθούσα να ξεχωρίσω τη μορφή της πίσω από τη φωτισμένη κουρτίνα. Ήθελα τόσο πολύ να την ξαναδώ. Δεν έπρεπε να φύγω από κει όμως. Ο κίνδυνος να με δει αν πλησίαζα ήταν μεγάλος. Αφοσιώθηκα τόσο στην προσπάθεια μου να ξεχωρίσω λεπτομέρειες μέσα στο σπίτι που δεν κατάλαβα ότι κάποιος με πλησίαζε από πίσω. Μου ήρθε απότομα η αίσθηση της κρύας κάνης ενός πιστολιού στο κεφάλι μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που με απειλούσαν, αλλά δεν το περίμενα εκείνη τη στιγμή. Για λίγο μόνο πάγωσα. Πήγα να γυρίσω και άκουσα μια σχεδόν παιδική φωνή να μου λέει: ‘Μην κουνηθείς καθόλου. Κάνε ότι σου πω και σε λίγο όλα θα είναι μια κακιά ανάμνηση…αλλά θα είσαι ζωντανός’.
- Μικρέ είσαι τυχερός, αν θες λεφτά έχω μαζί μου αρκετά και δεν είναι και δικά μου, οπότε δεν με πειράζει να στα δώσω. Πάρε όμως αυτό το πράγμα από το κεφάλι μου γιατί με κάνει και θυμώνω.
Ένοιωσα το όπλο να απομακρύνεται και άκουσα τον θόρυβο καθώς ο επίδοξος ληστής έκανε ένα βήμα πίσω.
- Γύρνα σιγά σιγά και μην κάνεις καμιά πονηριά γιατί δεν θα διστάσω, έχω ξανασκοτώσει.
Γύρισα και αντίκρισα ένα παιδί γύρω στα δεκαοκτώ του χρόνια, με ένα παλιό περίστροφο στα χέρια να τρέμει. Ήταν τόσο αδύνατο, τόσο ταλαιπωρημένο που με το ζόρι σήκωνε το όπλο. Ένα πρεζάκι με όπλο. Απρόβλεπτο και επικίνδυνο.
- Θα βάλω το χέρι μου μέσα στην τσέπη μου να βγάλω ένα φάκελο με λεφτά. Μην τρομάξεις και κάνεις κανένα λάθος. Ήρεμα. Είναι πολλά τα λεφτά, και δεν υπάρχει λόγος να πάθει κανείς τίποτα.
Ήξερα ήδη την κατάληξη και δεν μ’ άρεσε. Ο μικρός θα έπεφτε νεκρός σε λίγα δευτερόλεπτα.
- Εντάξει αλλά μην κάνεις καμιά απότομη κίνηση, γιατί θα είναι η τελευταία σου.
Έβαλα το χέρι μου στη μέσα τσέπη του παλτού μου και έπιασα τον φάκελο με τα λεφτά που μου είχε δώσει ο γέρος νωρίτερα. Ο πιτσιρικάς από την αγωνία του πλησίαζε για να δει, η απληστία είναι η μεγαλύτερη παγίδα. Βγάζοντας τον φάκελο με μια απότομη κίνηση του τον πέταξα στα μούτρα και ταυτόχρονα πέταξα τον μικρό στο έδαφος. Πριν πέσει καλά καλά είχα αρπάξει το με το ένα χέρι το κεφάλι του και με το άλλο το πηγούνι του. Μια κίνηση μόνο πια και τέρμα. Ένα «κρακ» έσπασε την σιωπή και το νήμα της ζωής για τον πιτσιρικά. ‘Λάθος άνθρωπο διάλεξες μικρέ’.
Μου φάνηκε σαν να άκουσα ένα λυγμό αλλά δεν έδωσα σημασία. Τίποτα δεν φαινότανε τριγύρω. Τον στήριξα στον τοίχο δίπλα στον σκουπιδοτενεκέ που ήταν πιο πίσω στο στενό, σαν να κοιμόταν καθιστός στο δρόμο. Θα περνάγανε πολλές ώρες μέχρι να τον βρει κάποιος. Αλλά δεν μπορούσα πια να μείνω εκεί. Έπρεπε να βρω άλλο σημείο να περιμένω.
Ήταν η δικαιολογία που ήθέλα. Περίμενα να σιγουρευτώ πως δεν περνάει κανείς και πέρασα τρέχοντας όσο αθόρυβα μπορούσα τον δρόμο. Πήδηξα τον σιδερένιο φράχτη και βρέθηκα στην αυλή της. Κολλημένος στον τοίχο έψαχνα να βρω που θα μπορούσα να κρυφτώ για τις επόμενες ώρες και να μπορώ να την βλέπω. Έφτασα στην πίσω μεριά του σπιτιού, κοντά στην πόρτα της κουζίνας· και την είδα.
Το δυνατό φως στην κουζίνα σε συνδυασμό με το σκοτάδι και τη βροχή έξω εξασφάλιζε ότι δεν θα με έβλεπε ακόμα κι αν κοίταγε προς τα έξω. Φορούσε ένα μεταξωτό κιμονό, κατακόκκινο με χρυσά κεντήματα, τα μαλλιά μαζεμένα σε κότσο. Θεέ μου ήταν πανέμορφη, ήταν κάτι περισσότερο όμως, όχι απλώς μια εντυπωσιακή παρουσία. Το φως έδειχνε καθαρά πια τα χρόνια της, και την ταλαιπωρία. Αυτή η γυναίκα μου έδινε την εντύπωση πως είχαμε ζήσει μαζί σε μια άλλη ζωή…δεν μπορούσα να το εξηγήσω αλλοιώς.
Άνοιξε το ψυγείο και πήρε μια παγοθήκη. Γύρισε στον πάγκο με πρόσωπο προς την πόρτα της κουζίνας και κοίταξε προς τα έξω. Πάγωσα, ένοιωθα το βλέμμα της καρφωμένο επάνω μου. Η βροχή που έπεφτε επάνω μου εκείνη την ώρα έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Μέσα από την πόρτα που οδηγούσε στο καθιστικό φαινότανε πως υπήρχε και κάποιος άλλος μέσα. Ο εργοδότης μας, σκέφτηκα και αμέσως γύρισα στην πραγματικότητα. Έπρεπε να βρω τρόπο να ακούσω τι συζητάνε. Δεν ήταν πρόβλημα, είχα μπει σε τόσα και τόσα σπίτια χωρίς να με καταλάβει κανείς. Βρήκα τον τρόπο σχεδόν αμέσως. Από το υπόγειο.
Μπήκα μέσα, και περίμενα λίγο να συνηθίσουν τα μάτια μου. Προχώρησα προσεκτικά και ανέβηκα τις σκάλες όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Έφτασα στην πόρτα και κόλλησα το αυτί μου επάνω της για να ακούσω.
- Λοιπόν κόψε τις μαλακίες και πες μου … είπες τίποτα του μικρού; Ήταν πολύ παράξενος όταν φύγαμε από κει.
Κόντεψα να λιποθυμήσω. Την φωνή αυτή θα την αναγνώριζα παντού. Ήταν η μοναδική σταθερή φωνή στη ζωή μου. Ήταν ο γέρος…

Monday, November 13, 2006

Black & White (6)

Δεν μπορώ με τίποτα να θυμηθώ τι έγινε μετά μέχρι την ώρα που φύγαμε. Σκόρπιες κουβέντες, ματιές με υπονοούμενα, καπνός από τσιγάρα, ψέματα, μυστικά, οινόπνευμα. Ανυπομονούσα να διαβάσω τα πάντα για αυτή τη γυναίκα, ανυπομονούσα να βρεθώ μόνος μαζί της. Δεν ήταν πόθος αυτό που ένοιωθα ήταν κάτι πιο βαθύ. Παράξενο και δυνατό.
Ώσπου επιτέλους φύγαμε. Περίμενα ανυπόμονα να πάρω στα χέρια μου τα στοιχεία γι’ αυτή τη γυναίκα. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τη δουλειά. Ήδη είχα αρχίσει να αισθάνομαι. Κακό σημάδι για κάποιον σαν εμένα. Κακό σημάδι και η ανυπομονησία.
- Τι σκέφτεσαι;
Η ερώτηση του γέρου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Αλλά δεν μπορούσα να του πω όλα αυτά που σκεφτόμουν.
- Τίποτα. Κάνω αυτό που με έχεις μάθει. Ψάχνω πίσω από την εικόνα. Προσπαθώ να βρω τι με έκανε να ανησυχώ εκεί μέσα. Ψάχνω το λάθος.
- Δεν υπάρχει. Τουλάχιστον δεν βρίσκω τίποτα εγώ. Και τόσα χρόνια ποτέ δεν έχω πέσει έξω. Η δουλειά είναι απλή. Μη σου πω ότι μπορείς να την κάνεις και σήμερα.
- Γέρο θυμάσαι ένα από τα πρώτα μαθήματα που μου έκανες; Τίποτα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται και την μέρα που θα είσαι απόλυτα σίγουρος για κάτι θα είναι η μέρα που θα τα χάσεις όλα.
- Όχι δεν τα ξεχνάω και μην γίνεσαι αυθάδης. Σου λέω τι είδα και τι κατάλαβα. Αν θες να το πας αργά και σίγουρα, μαζί σου. Αλλά νομίζω πως θα χάσεις άδικα το χρόνο σου. Τέλος πάντων. Κάνε όπως νομίζεις. Θα μου πεις πότε θα το κάνεις ή να περιμένω να το διαβάσω στις εφημερίδες;
- Όσο λιγότερα ξέρεις τόσο καλύτερα. Σύντομα αλλά όχι σήμερα. Θέλω να δω τι έχουμε γι’ αυτή από αύριο. Τώρα το μόνο που θέλω είναι να κοιμηθώ. Ήπιαμε πολύ σήμερα και δεν το συνηθίζω.
- Ναι, το παρακάναμε κι εγώ πρέπει να κοιμηθώ. Πάρε το φάκελο και κάτι ψιλά για τα έξοδα σου. Αύριο πρωί το μερίδιό σου θα σε περιμένει στη θυρίδα μας στο σταθμό. Θα περιμένω να διαβάσω νέα σου.

Ήταν ακόμα δύο το πρωί. Έπρεπε να περιμένω άλλες τρεις ώρες πριν πάω να τη βρω. Είχα τον χρόνο να διαβάσω τα πάντα. Η διαδρομή μέχρι το ξενοδοχείο, μου φάνηκε ατελείωτη. Ο φάκελος όμως ήταν απογοήτευση. Είχε όλες τις πληροφορίες που θα ήθελε οποιοσδήποτε θα αναλάμβανε την εκτέλεση, μερικές φωτογραφίες και τίποτα άλλο. Φωτογραφίες…. Τι να τις κάνω; Η ματιά της είχε χαραχτεί στο μυαλό μου, θα την αναγνώριζα παντού. Δεν ήταν αυτό που ήθελα εγώ. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Τι εμπειρίες την είχαν κάνει έτσι; Πως είχε φτάσει εδώ; Ερωτήματα που ήλπιζα πια να πάρω μόνο από την ίδια. Μόνο που δεν μπορούσα να περιμένω. Έπρεπε να την δω.

Ήταν ήδη τρεις όταν έφτασα στη γειτονιά της. Έβρεχε πάλι. Έβλεπα το φωτισμένο παράθυρο του σπιτιού της. Απέναντι από το σπίτι είχε ένα στενό δρομάκι ανάμεσα σε δυο πολυκατοικίες. Παρακολουθούσα από κει. Στηριγμένος στον τοίχο, με το πρόσωπό μου χωμένο στο γιακά του παλτού, κρυμμένος στη σκιά που αφήνανε οι λάμπες ανάμεσά τους. Η βροχή έπεφτε γύρω σαν μια διάφανη κουρτίνα. Την ησυχία έσπαγαν μόνο κάποια αυτοκίνητα που περνούσανε από τον βρεγμένο δρόμο. Δεν μπορούσε να με δει κανείς, ήμουν πάλι μια σκιά.

Friday, November 10, 2006

Ποτέ δεν είσαι μόνος

Έχω γράψει πολλές φορές για μοναξιά. Την έχω νοιώσει στο πετσί μου πολλές περισσότερες.
Εχω κλάψει, έχω πονέσει απο αυτή και με αυτή. Μα η μοναξιά δεν είναι μια παρέα από μόνη της; Ποτέ κανείς δεν είναι πραγματικά μόνος.
Ποτέ.

Στη φίλη μου που ήταν εκεί.

Friday, November 03, 2006

Kiss


undefined

Wednesday, October 18, 2006

Black & White (5)

Περίμενα βουβός, χαμένος στη φωνή της. Άκουγα το τραγούδι χωρίς να ακούω στ’ αλήθεια, ήταν περίεργο αυτό που ένοιωθα. Μέχρι και η φλόγα του κεριού στο τραπέζι τρεμόπαιζε. Δεν μπόρεσα τότε να συνειδητοποιήσω τι ήταν. Νόμιζα πως ήταν λύπη, τώρα πια ξέρω…μοναξιά ήταν. Πως γίνεται μια φωνή να σε κάνει να νοιώσεις μόνος;
Και το τραγούδι τελείωσε, γύρισα πάλι πίσω ελπίζοντας πως δεν είχε καταλάβει κανείς την απουσία μου. Και περίμενα… οι υπόλοιποι συνεχίζανε να μιλάνε, αλλά δεν είχε σημασία, ήξερα πως ο γέρος θα συζήταγε μαζί μου ξανά τα πιο σημαντικά. Κάθε στιγμή ξεμάκραινα κι άλλο από τα όριά μου και δεν ήθελα να το δω.
Και μετά ήρθε εκείνη.
Φίλησε στο στόμα τον άνθρωπο που μόλις είχε ζητήσει τον θάνατό της. Παρακολουθούσα κάθε της κίνηση όσο γινόταν οι ψεύτικες συστάσεις, προσπαθώντας να ανακαλύψω όσα περισσότερα μπορούσα γι’ αυτή. Το μόνο που μπόρεσα να πω ήταν ένα ‘Έχετε πολύ ωραία φωνή' για να εισπράξω ένα ευγενικά ψυχρό 'Ευχαριστώ, χαίρομαι που σας άρεσε’. Άρχισε πάλι μια κουβέντα στο τραπέζι την οποία αδυνατούσα να παρακολουθήσω. Το μισοσκόταδο έκρυβε τα χαρακτηριστικά της. Αν και δεν μπορούσα να καταλάβω την ηλικία της, σίγουρα δεν ήταν μικρή. Η φωνή της ήταν το μόνο που ξεχώριζα από τις συνομιλίες γύρω μου.
- Το σέρβις εδώ μέσα είναι τραγικό, είσαστε ακόμα χωρίς ποτό. Θα με βοηθήσετε να φέρουμε ποτά για όλους;
- Μα φυσικά, έτσι θα ξεφύγω κι εγώ από αυτούς τους δύο που μιλάνε συνεχώς για δουλειά, απάντησα σχεδόν μηχανικά.

Σηκωθήκαμε και προχωρούσαμε προς το μπαρ δίπλα δίπλα καθώς σβήνανε πίσω μας τα σχόλια του γέρου για την αντιπάθεια που είχα για τη δουλειά μας. Μόλις απομακρυνθήκαμε λίγο από το τραπέζι ξύπνησα από τον λήθαργο.
- Ποιος είσαι; Και μην μου πεις πάλι το παραμύθι που μου είπε ο δήθεν πατέρας σου με τον άλλο. Δεν είμαι καμιά χθεσινή.
- Αφού λοιπόν δεν είσαι καμιά χθεσινή όπως λες, θα ξέρεις πως δεν πρέπει να ρωτάς.
Φτάσαμε στο μπαρ, φώναξε τον μπάρμαν και παρήγγειλε τα ποτά. Γύρισε να με κοιτάξει θέλοντας να συνεχίσει την κουβέντα, και τότε μόνο μπόρεσα να δω καθαρά το πρόσωπό της. Δεν θα μπορούσα να το περιγράψω...ήταν όμορφη, αλλά με ένα περίεργο τρόπο. Ένα πρόσωπο σμιλεμένο από εμπειρίες, και φαινόταν πως δεν ήταν όλες καλές. Δύσκολα όμως θα μπορούσες να συγκρατήσεις οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό, είτε ήταν όμορφο ή άσχημο. Τα πάντα επισκιαζόταν από τα μάτια της...μεγάλα, πράσινα μάτια με ένα βλέμμα που σε μαγνήτιζε. Τότε μου φαινόταν απλώς γνώριμα, δεν μπορούσα να θυμηθώ που τα είχα ξαναδεί. Τώρα όμως ξέρω. Ήταν αυτά που έβλεπα λίγο πριν ξυπνήσω καταϊδρωμένος. Ακόμα και τώρα όμως δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη λεπτομέρεια από το πρόσωπό της.

Αποφάσισα να μην την αφήσω να κάνει άλλες ερωτήσεις.
''Εφ' όσον είσαι τόσο ευθύς, θα κάνω το ίδιο", είπα. ''Ποιά είναι η σχέση σας;''
Ένα πικρό, ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της. ''Ας πούμε πως είναι μία σχέση ανάγκης. Δίνει ο ένας στον άλλο ότι χρειάζεται. Αλλά επειδή θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω σύντομα πρέπει να μ' ακούσεις χωρίς να με διακόψεις για λίγο. Δεν ξέρω τι ακριβώς σας έχει ζητήσει να κάνετε γι' αυτόν αν και έχω μια ιδέα. Πριν κάνετε οτιδήποτε όμως πρέπει να μιλήσουμε εμείς οι δύο. Είναι πολύ σημαντικό. Θα σε περιμένω τα ξημερώματα στο σπίτι μου, ξέρεις που είναι;''
Το μυαλό μου δούλευε σαν τρελλό. Έπρεπε να προσέχω κάθε μου λέξη και αν ήταν δυνατό να μην πω τίποτα. "Και αν υποθέσουμε πως έχουμε κάτι να πούμε, πως θα βρω το σπίτι σου;"
- Σταμάτα σε παρακαλώ να με υποτιμάς. Αν κάνω λάθος για σένα και τον υποτιθέμενο πατέρα σου δεν θα έχει σημασία αν δεν μπορείς να βρεις που μένω, αν όμως έχω δίκιο, ξέρεις ήδη. Θα σε περιμένω τα ξημερώματα. Μήν έρθεις πριν τις 5.

Δεν υπήρξε ευκαιρεία για άλλη κουβέντα. Έφτασαν τα ποτά και γυρίσαμε πίσω. Τελευταία λέξη πριν φτάσουμε στο τραπέζι ήταν ''θα σε περιμένω''.